μοιρολατρικό

μοιρολατρικό
kaderci

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μοιρολατρικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μοιρολατρία ή στον μοιραλάτρη 2. ως ουσ. ο μοιρολάτρης. Επιρρ. μοιρολατρικώς και ά με μοιρολατρικό τρόπο, με τυφλή πίστη ότι τα πάντα διέπονται από τη μοίρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοιρολάτρης. Η λ. μαρτυρείται… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”